εἴων — ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (epic) ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (epic) ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl ἐάω suffer imperf ind act 1st sg ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (epic) ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοβαρείων — οἰνοβαρείων ωνος, ὁ (Α) μεθυσμένος («ὁ δ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός εκτεταμένος τ. τού οἰνοβαρής με κατάλ. είων (πρβλ. βαρυπν είων)] … Dictionary of Greek
ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
μεταΐζω — (Α) κάθομαι μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («οὐδέ τιν ἄλλον εἴων... μεταΐζειν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω*, άλλος τ. τού ἕζομαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek
περιαιρώ — έω, ΜΑ [αιρώ] 1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.) 2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ) αρχ. 1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω,… … Dictionary of Greek
ραψωδώ — έω, Α [ῥαψῳδός] 1. είμαι ραψωδός, απαγγέλλω ως ραψωδός ενώπιον κοινού ποιήματα άλλων (α. «ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῑ καὶ ἅ μή», Πλάτ. β. «οἶμαι γὰρ ἄν παῡσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῡντας τἀκείνων», Ισοκρ.) 2. απαγγέλλω τα ποιήματά μου (α. «Ἡσίοδον ῥαψωδεῑν … Dictionary of Greek
meiogyrous — meiogyrous, a. Bot. (maɪəˈdʒaɪrəs) [irreg. f. Gr. µείων smaller, less + γῦρος (see gyre) + ous.] ‘Rolled inwards a little’ (Jackson Gloss. Bot. Terms. 1900) … Useful english dictionary